ἁλιτήριοι

ἁλιτήριοι
ἀλιτήριοι , ἀλιτήριος
sinning
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀλιτήριοι — ἀλιτήριος sinning masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτήριοι δαίμονες — Στην αρχαιότητα έτσι ονομάζονταν οι χθόνιες θεότητες που απαιτούσαν εκδίκηση στο όνομα του σκοτωμένου. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, οι ψυχές των σκοτωμένων προστατεύονταν από τους α.δ. και σε αυτούς προσέφευγαν για να ζητήσουν εκδίκηση για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”